αποσχηματίζω

αποσχηματίζω
-ισα, -ίστηκα, -ισμένος, αφαιρώ το ιερατικό ή μοναχικό σχήμα από κάποιον ιερωμένο ή καλόγερο, τον κάνω λαϊκό: Το εκκλησιαστικό δικαστήριο καθαίρεσε και αποσχημάτισε τον κατηγορούμενο κληρικό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αποσχηματίζω — (AM ἀποσχηματίζω) [σχήμα] μσν. αφαιρώ το μοναχικό σχήμα από κάποιον, τον καθαιρώ αρχ. δίνω σε κάτι σχήμα, διαμορφώνω …   Dictionary of Greek

  • ἀποσχηματίζει — ἀποσχηματίζω shape pres ind mp 2nd sg ἀποσχηματίζω shape pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσχηματίζειν — ἀποσχηματίζω shape pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσχηματίζεσθαι — ἀποσχηματίζω shape pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσχηματίσας — ἀποσχηματίσᾱς , ἀποσχηματίζω shape aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”